- ὑπεξαλέομαι
- ὑπ - εξ - αλέομαι, aor. inf. ὑπεξαλέασθαι: avoid, shun, Il. 15.180†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
υπεξαλέομαι — Α (επικ. τ.) ξεφεύγω, αποφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαλέομαι «φυλάγομαι, ξεφεύγω από κάποιον»] … Dictionary of Greek
υπεξαλύσκω — Α ὑπεξαλέομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαλύσκω «φεύγω από κάποιον, διαφεύγω»] … Dictionary of Greek